- μνηστύς
- μνηστύς, -ύος, ἡ (Α)ιων. τ. μνηστεία, αρραβώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα -τύς (πρβλ. δειπνησ-τύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνηστύν — μνηστύς wooing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστύος — μνηστύς wooing fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… … Dictionary of Greek
gʷē̆ nā (*ĝhʷē̆nā) — gʷē̆ nā (*ĝhʷē̆nā) English meaning: woman, wife, *goddess Deutsche Übersetzung: “Weib, Frau” Grammatical information: gen. gʷn üs and *gʷen üs , also nom. gʷenǝ , gʷenī Note: Root gʷē̆ nü “ woman, wife, *goddess” could be… … Proto-Indo-European etymological dictionary